- κενέ
- κενόςemptymasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κενέ, Φρανσουά — (François Quesnay, Μερέ, Σεν ε Ουάζ 1694 – Βερσαλίες 1774). Γάλλος οικονομολόγος. Υπήρξε προσωπικός γιατρός του Λουδοβίκου IE’ και θεωρείται ιδρυτής της φυσιοκρατικής σχολής. Αφού ασχολήθηκε με μελέτες φυσιολογίας, έστρεψε την προσοχή του στα… … Dictionary of Greek
Κένα ή Κένε — (Qina). Πόλη (171.275κάτ. το 1996) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (1.851 τ. χλμ., 2.441.420 κάτ. το 1996) στην Άνω Αίγυπτο. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του Νείλου, απέναντι από τη μικρή πόλη Ντεντέρα και ταυτίζεται με την … Dictionary of Greek
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
eu̯egʷh- — eu̯egʷh English meaning: to praise, worship Deutsche Übersetzung: “feierlich, rũhmend, prahlend sprechen, also especially religiös geloben, preisen” Material: u̯egʷh : O.Ind. ved. vügha t “ the vowing, worshiper, organizer of a… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ετεός — ἐτεός, ή, όν (Α) 1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή η πραγματικότητα 3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ πράγματι, αληθινά 4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» αν πράγματι έτσι συμβαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κενεήφατος — κενεήφατος, ον (Α) μυθώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + φατος (< θ. φα πρβλ. φά σις τού φημί), πρβλ. νεή φατος, παλαί φατος] … Dictionary of Greek
κενεαγόρος — και ιων. τ. κενεηγόρος, ον (Α) ματαιολόγος, κενολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (βλ. κεν[ο] ) + αγόρος / ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δηθ αγόρος / δημ ηγόρος] … Dictionary of Greek
κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] … Dictionary of Greek